-
1 шахматист
-
2 шахматистка
ж; м - шахматистη σκακίστρια
См. также в других словарях:
σκακιστής — ο, θηλ. σκακίστρια, Ν ο παίκτης τού σκακιού και, ιδίως, ο ικανός παίκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκάκι + κατάλ. ιστής (πρβλ. βιολ ιστής). Το αρσ. σκακιστής μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου, ενώ το θηλ. σκακίστρια από το… … Dictionary of Greek
σκακιστής — ο θηλ. σκακίστρια αυτός που παίζει σκάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)